αξιόμεμπτος

αξιόμεμπτος
-η, -ο
αξιοκατάκριτος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άθεος — η, ο (Α ἄθεος, ον) 1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού 2. αθεόφοβος, ασεβής νεοελλ. 1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος αρχ. 1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία 2. που τόν… …   Dictionary of Greek

  • ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμέσητος — ἀνεμέσητος, ον (Α) 1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος 2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος …   Dictionary of Greek

  • ανεπίμωμος — ἀνεπίμωμος, ον (Μ) άψογος, άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίμωμος «αξιόμεμπτος» < επί + μώμος «μομφή, ψόγος»] …   Dictionary of Greek

  • ανταίτιος — ἀνταίτιος, ον (Α) επίσης αξιόμεμπτος, ένοχος όπως και κάποιος άλλος …   Dictionary of Greek

  • επίμωμος — ἐπίμωμος, ον (AM) αξιόμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • επιμωμητός — ἐπιμωμητός, ή, όν (Α) [επιμωμώμαι] αξιόμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • ευκατάγνωστος — εὐκατάγνωστος, ον (Α) αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα γνωστος (< κατα γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α κατά γνωστος] …   Dictionary of Greek

  • ευλοιδόρητος — εὐλοιδόρητος, ον (ΑΜ) μσν. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος μσν. αρχ. ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες ή σε χλευασμούς, ο εύκολα κακολογούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λοιδορώ «χλευάζω, κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • κατάκριτος — η, ο (AM κατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.) 2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη νεοελλ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”